- υποβαστάζομαι
- υποβαστάζομαι βλ. πίν. 24
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαβαστάζω — (AM) 1. διαβιβάζω 2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι 3. υπομένω μέχρι τέλος 4. περιλαμβάνω 5. παθ. υποβαστάζομαι … Dictionary of Greek
συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… … Dictionary of Greek